ἰσχύουσι

ἰσχύουσι
ἰσχύ̱ουσι , ἰσχύω
to be strong
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ἰσχύ̱ουσι , ἰσχύω
to be strong
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • List of country legal systems — Legal systems of the world   Civil law …   Wikipedia

  • παραγγελία — η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”